δραχμῶν

δραχμῶν
δραχμή
as much as one can hold in the hand
fem gen pl
δραχμός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Οἰκ ὠνοῦμαι μύρων δραχμῶν μεταμελίαν. — См. Такой ценою не куплю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δίδραχμος — η, ο (AM δίδραχμος, ον) [δραχμή] Ι. αυτός που αξίζει δύο δραχμές αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος δύο δραχμών 2. φρ. α) «δίδραχμος ὁπλίτης» στρατιώτης με ημερήσιο μισθό δύο δραχμών β) «δίδραχμος τόκος» μηνιαίος τόκος δύο δραχμών κατά μνα II. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego …   Wikipedia Español

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… …   Dictionary of Greek

  • τρίδραχμος — η, ο / τρίδραχμος, ον, ΝΑ το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν) νόμισμα τριών δραχμών αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίδραχμος φόρος τριών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά… …   Dictionary of Greek

  • δεκάδραχμος — η, ο (Α δεκάδραχμος, ον) αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμο μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικο αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμος φορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές …   Dictionary of Greek

  • εικοσάδραχμος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάδραχμο νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών, εικοσάρικο …   Dictionary of Greek

  • εικοσάρικος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι μονάδων, λεπτών ή δραχμών 2. αυτός που έχει χωρητικότητα είκοσι μονάδων 3. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάρικο νόμισμα είκοσι δραχμών …   Dictionary of Greek

  • εξάδραχμος — η, ο (Α ἑξάδραχμον, το) νεοελλ. αυτός που έχει αξία έξι δραχμών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάδραχμον το ποσό έξι δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + δραχμον < δραχμή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”